ξετρυπώνω — ξετρυπώνω, ξετρύπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξετρυπώνω — 1. βγάζω κάτι από την τρύπα του, από τη φωλιά του, από την κρύπτη του 2. ανακαλύπτω, ανευρίσκω κάποιον ή κάτι αφανές ή καλά κρυμμένο 3. (για ζώα) βγαίνω από το κρησφύγετό μου 4. (σκωπτ.) εμφανίζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω απρόοπτα, ξεφυτρώνω εκεί… … Dictionary of Greek
ξετρυπώνω — ξετρύπωσα, ξετρυπώθηκα, ξετρυπωμένος 1. μτβ., βγάζω κάτι από την τρύπα του, από τη φωλιά του: Το σκυλί ξετρύπωσε δύο λαγούς. 2. φανερώνω κάτι κρυμμένο: Πήγε και ξετρύπωσε κάποια παλιά μου υπόθεση για να με εκθέσει. 3. αφαιρώ, βγάζω, χαλνώ το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξετρύπωμα — το [ξετρυπώνω] 1. έξοδος από την τρύπα, από τη φωλιά, από την κρύπτη 2. ανακάλυψη, ανεύρεση ενός πράγματος καλά κρυμμένου μετά από ψάξιμο 3. (για πρόσ.) αιφνίδια, απρόοπτη εμφάνιση 4. ξήλωμα, αφαίρεση τού τρυπώματος από ένα ένδυμα … Dictionary of Greek
ξετρύπωμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξετρυπώνω, έξοδος από τρύπα, αποκάλυψη, απρόοπτη εμφάνιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)